Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑούριδος ἀλκῆς

См. также в других словарях:

  • θούρις — θοῡρις, ιδος, ἡ (Α) θούρος (στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς) α) «θούριδος ἀλκῆς» τής πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ. β) «θοῡρις ἀσπίς» η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θούρος*] …   Dictionary of Greek

  • ώδε — (I) ὦδε, Α (δ. γρφ.) βλ. ώδε. (II) ὧδε, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὦδε και δωρ. τ. ὧ και αττ. επιτεταμμένος τ. ὡδί Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) (ως τροπ. επίρρ.) με αυτόν τον τρόπο, ως εξής, έτσι αρχ. 1. (ως τοπ. επίρρ.) εδώ («ὧδε κἀκεῑ μετοικιζόμενος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»